Πέμπτη 11 Αυγούστου 2011

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ΤΟΥ 1956 '' ΟΙ ΑΣΣΟΙ ΤΟΥ ΓΗΠΕΔΟΥ ''

Οι άσσοι του γηπέδου, η πρώτη ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη

Η διαφημιστική καταχώρηση της ταινίας στις εφημερίδες της εποχής

Το 1956 το ποδόσφαιρο και ο κινηματογράφος ήταν δύο μικρές βιοτεχνίες σε μια Ελλάδα που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της. Είχαν περάσει μόλις 16 χρόνια από τον πόλεμο του ’40, μόλις 12 από το τέλος της κατοχής και επτά από το τέλος το εμφυλίου πολέμου.
Τότε πολλοί νέοι άνθρωποι και στο ποδόσφαιρο και στον κινηματογράφο ονειρευόντουσαν ένα λαμπρό αύριο. Ο Βασίλης Γεωργιάδης, ο σκηνοθέτης που προτάθηκε για όσκαρ, το 1956 έκανε τα πρώτα του κινηματογραφικά βήματα. Επηρεασμένος από τον Ιταλικό νεορεαλισμό αποφάσισε να κάνει τη πρώτη του ταινία έξω από τα καθιερωμενα. Θα χρησιμοποιούσε στους βασικούς ρόλους ποδοσφαιριστές αντί για ηθοποιούς! Το στοίχημα ήταν μεγάλο. Όπως οι ηθοποιοί δεν μπορούν να παίξουν καλή μπάλα έτσι και οι ποδοσφαιριστές δεν θα μπορούσαν να παίξουν καλά στο κινηματογράφο. Αυτό έλεγε η λογική. Κι αυτή όμως νικήθηκε από το μεράκι των συντελεστών της ταινίας.

Ο Βασίλης Γεωργιάδης έξω από ένα κινηματογράφο που πρόβαλε τους "'ασσους του γηπέδου"

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης που είχε περάσει ένα μεγάλο μέρος της κατοχής σε στρατόπεδο συγκέντρωσης έγραψε το σενάριο. Πήρε μια αληθινή ιστορία, την ανταρσία των διεθνών του 1953 που ζήτησαν από την ΕΠΟ οδοιπορικά για τα μεροκάματα που χάνουν από τις δουλειές τους και την μετέφερε κινηματογραφικά. Το οικονομικό αίτημα στη ταινία έγινε «θέμα τιμής». Ένας ξένος παίκτης χτύπησε έναν Έλληνα εκτός φάσεως κι ο Μουράτης τον είχε χτυπήσει στα αποδυτήρια. Ο «Μισούρι» του Ολυμπιακού ήταν αυτός που είχε ξεσηκώσει το 1953 τους διεθνείς. Παράλληλα μ’ αυτή την ιστορία ξετυλίγονται κι άλλες καθημερινές ιστορίες που συγκινούν ακόμα.

Ο "ζεν πρεμιέ" του ποδοσφαίρου Λάκης Πετρόπουλος με τη συμπρωταγωνίστριά του την ταινία, Ιταλίδα σταρ, Συλβάνα Παμπανίνι

Στη ταινία οφείλουμε τα μοναδικά οπτικά ντοκουμέντα των ποδοσφαιριστών εκείνης της εποχής καθώς τότε τα «επίκαιρα» των κινηματογράφων σνόμπαραν το ποδόσφαιρο. Παίκτες όπως ο Μουράτης, ο Πούλης, ο Μανταλόζης δεν θα τους δείτε πουθενά αλλού σε ώρα αθλητικής δράσης.
Ακόμη διασώζονται κάποια αποσπάσματα από τις περιγραφές του καλύτερου σπορτκάστερ του ραδιοφώνου, του Μιχάλη Γιαννακάκου.
Η ταινία βγήκε στους κινηματογράφους στις 13 Μαρτίου 1956. Δεν τα πήγε καλά. Έκοψε μόλις 19.276 εισιτήρια. Την ίδια μέρα βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες και «Το κορίτσι με τα μαύρα» του Μιχάλη Κακογιάννη που έκοψε 87.552 εισιτήρια, με το δίδυμο Χορν – Λαμπέτη, ενώ ο «Δράκος» του Νίκου Κούνδουρου που βγήκε την ίδια χρονιά στις σκοτεινές αίθουσες έκοψε 35.784 εισιτήρια.

Η κριτική της πάντα δύσκολης Ροζίτας Σώκου στη "Καθημερινή" της 14ης Μαρτίου 1956

Ο Βασίλης Γεωργιάδης είχε την ευκαιρία να… ρεφάρει την εισπρακτική αυτή αποτυχία με άλλες μεγάλες εμπορικές (και καλλιτεχνικές) επιτυχίες, τη ταινία όμως αυτή την είχε στη καρδιά του. Όπως και το ποδόσφαιρο.
Σε έκτακτες εμφανίσεις-περάσματα βλέπουμε τον Γιώργο Φούντα, μεγάλο σταρ της εποχής, τον σκηνοθέτη της «κάλπικης λίρας» και άλλων μεγάλων επιτυχιών της εποχής, Γιώργο Τζαβέλα, το Νίκο Τσιφόρο, επίσης φανατικό ποδοσφαιρόφιλο (Παναθηναικός), τον Μιχάλη Κακογιάννη και άλλους.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στη ταινία κρατά η σταρ της Τσινετσιτά Συλβάνα Παμπανίδι, ενώ τον Ανδρέα Μουράτη ντούμπλαρε ο Παντελής Ζερβός. Όπως μου είχε πει ο Βασίλης Γεωργιάδης ο Μουράτης αν και αγράμματος μάθαινε απ’ έξω το ρόλο του με ταχύτητα που θα ζήλευαν και οι πιο έμπειροι ηθοποιοί,. Κι έπαιζε καλύτερα από πολλούς. Είχε όμως ανασφάλεια και ήθελε να ακούγεται άλλη φωνή.
Λίγες μέρες μετά τη πρεμιέρα προέκυψε άλλο θέμα. Οι Στάθης Μανταλόζης (Εθνικός), Κώστας Λινοξυλάκης, Λάκης Πετρόπουλος (Παναθηναϊκός), Ανδρέας Μουράτης (Ολυμπιακός) και Κώστας Πούλης (ΑΕΚ) κλήθηκαν σε απολογία από την ΕΠΟ που απειλούσε να τους παραπέμψει στην Επιτροπή Φιλάθλου Ιδιότητητας με το ερώτημα του επαγγελματία επειδή είχαν συμφωνήσει να πάρουν χρήματα για να παίξου στην ταινία. Θεωρητικά τότε οι ποδοσφαιριστές ήταν ερασιτέχνες άσχετα εάν έπαιρναν τα… τυχερά τους.

Ιδιόγραφο σημείωμα του Βασίλη Γεωργιάδη για την ταινία που (ξανα)δημιούργησε το 1997

Τελικά μπρος στην αντίδραση όλων των εμπλεκομένων (και ιδιαίτερα των ομάδων) η υπόθεση δεν είχε συνέχεια. Άλλωστε οι ποδοσφαιριστές δεν πληρώθηκαν αφού η ταινία δεν έβγαλε τα λεφτά της.

Σε
πρώτο
πρόσωπο
Επιτρέψτε μου μια αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο.
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ: Τέλη της δεκαετίας του ’70 η ΕΡΤ προβάλει κάθε Τετάρτη μια εκπομπή μαμούθ. Το όνομά της «μια ταινία, μια συζήτηση». Οι συντελεστές της εκπομπής πρόβαλαν μια ταινία κι ακολουθούσε συζήτηση στο στούντιο με το θέμα της ταινίας που συμβάδιζε με την επικαιρότητα. Αλκοολισμός, βία στο σπίτι και άλλα πολλά θέματα συζητήθηκαν εκεί. Κάποια στιγμή ήρθε και η ώρα της βίας στα γήπεδα που και τότε ήταν επίκαιρη.
Οι υπεύθυνοι λοιπόν διάλεξαν μια ταινία του 1956 –και τότε παμπάλαια – που δεν είχε ξαναπροβληθεί στη τηλεόραση. Λεγόταν «Άσσοι του γηπέδου». Το ενδιαφέρον στη ταινία ήταν ότι πρωταγωνιστούσαν όντως οι άσσοι εκείνης της εποχής, του 1956 δηλαδή. Μαθητής εγώ ξαφνικά είδα και κάποιους ποδοσφαιριστές που είχα ακούσει να παίζουν μπάλα. Έμοιαζε με αποκάλυψη. Η ταινία όμως είχε και ενδιαφέρον καλλιτεχνικό.
Ατυχώς την διέκοψαν γιατί…τραβούσε σε μάκρος για να αρχίσει η συζήτηση που όπως όλες οι συζητήσεις για τη βία με οδήγησαν στην αγκαλιά του Μορφέα. Την επόμενη άλλωστε είχα σχολείο.
Τα χρόνια πέρασαν κι ενώ όλοι είχαμε μάθει απ’ έξω τις περισσότερες ελληνικές ταινίες, οι «άσσοι του γηπέδου» καλύφθηκαν από τη σκόνη της λησμονιάς.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ: Αρχές δεκαετίας του ’90. Δημοσιογράφος πια είχα την ιδέα να γράψω ένα θέμα για τις τέχνες και το ποδόσφαιρο. Ποιητές που έγραψαν για το ποδόσφαιρο, ζωγράφοι που απεικόνισαν ποδοσφαιρικούς αγώνες και κοντά σ’ όλα αυτά ταινίες με θέμα το ποδόσφαιρο. Ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος μου είχε πει κάποια στιγμή ότι ο πατέρας του ήταν φίλος με τον Βασίλη Γεωργιάδη, τον σκηνοθέτη των μεγάλων κινηματογραφικών και τηλεοπτικών επιτυχιών. Δεν έχασα χρόνο. Του τηλεφώνησα και του ζήτησα να μου κατ’ αρχήν το τέλος της ταινίας για να μου λυθεί η απορία και στη συνέχεια να μου πει τα άλλα που με ενδιέφεραν για το θέμα. Συγκινήθηκε ο σκηνοθέτης. Απορούσε πως θυμόμουν την ταινία του που όπως μου αποκάλυψε ήταν η πρώτη και πολύ αγαπημένη του.
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ: Πέρασαν περισσότερα από έξι χρόνια. Η συζήτηση ξεχάστηκε όταν χτύπησε το τηλέφωνο στο ΜΕΓΚΑ που εργαζόμουν τότε. Ήταν ο Βασίλης Γεωργιάδης και με καλούσε στη Ταινιοθήκη της Ελλάδος, στην οδό Κανάρη, τότε, για την προβολή της πρώτης του εκείνης ταινίας που την είχε ξαναμοντάρει, φρεσκάρει και παρέδιδε στο κοινό με τίτλο «Κυριακάτικοι Ήρωες».

Αφιέρωση του Βασίλη Γεωργιάδη για την ταινία του 1997

ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ: Μάιος 1997 στη Ταινιοθήκη της Ελλάδος. Δίπλα μου καθόταν η χήρα του Στάθη Μανταλόζη του τερματοφύλακα του Εθνικού που έπαιζε στη ταινία. Είχε φύγει πολλά χρόνια από τη ζωή, όπως και οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές που πρωταγωνιστούσαν στη ταινία. Τον έβλεπε για πρώτη φορά από τότε που είχε φύγει έστω και στο πανί προβολής και ξέσπασε σε λυγμούς.
ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ (και τελευταία): Μετά την προβολή πλησίασα τον Βασίλη Γεωργιάδη για να του δώσω συγχαρητήρια. Κι εκεί μου αποκάλυψε ότι εκείνο τον τηλεφώνημα που του είχα κάνει πριν πολλά χρόνια τον έπεισε πως αξίζει τον κόπο να ασχοληθεί με την ταινία. Άρχισε να την αναζητά καθώς από καιρό ήταν χαμένη. Έψαξε στις αποθήκες των κινηματογραφικών ταινιών, αλλά μάταιος κόπος. Κάποια στιγμή βρήκε μια μπομπίνα που έγραφε απ’ έξω «οι άσσοι της τράκας». Πήγε να την βάλει πιο πέρα και η μπομπίνα με το κουτί έπεσε. Το κουτί άνοιξε κι από μέσα ξεπρόβαλαν μερικά μέτρα φιλμ. Αναγνώρισε το δημιούργημά του που είχε ταλαιπωρηθεί από τα 40 χρόνια που είχαν περάσει. Το νερό πια είχε μπει στ’ αυλάκι…
ΑΓ.ΜΕΝ.

Οι συντελεστές της ταινίας και η υπόθεση δια χειρός Βασίλη Γεωργιάδη το 1997


Ακολουθεί η Θρυλική Ταινία