Θεέ μου, έλα στη θέση μου: Του Αθανάσιου Κατταδάκη
Το πρόβλημα στις μέρες μας δεν είναι ποιος λόγος ταιριάζει στη μεγάλη γιορτή των Χριστουγέννων κι αν αυτός μπορεί να εκφράσει το ουσιαστικό νόημα του εκπληκτικού γεγονότος της ενανθρώπισης του Θείου λόγου. Το πρόβλημα είναι αν ο σημερινός άνθρωπος μπορεί να πιάσει το σήμα του.
Ασφαλώς ένας λόγος πανηγυρικός και μεγαλόπρεπος θα ήταν ό,τι πρέπει για τη μεγάλη γιορτή. Πιο πολύ θα ταίριαζε ο λυρικός τόνος του ποιητικού λόγου. Αλλά ποιο γλυκότονο «αλληλούια» μπορεί να σταθεί πλάι στο κοντάκιο «Η παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει » του Ρωμανού του Μελωδού;
Είναι, όμως, και ο λόγος της θεολογίας, λόγος με πολύ υψηλό νόημα, πολύ ταιριαστό για την περίπτωση. Τα Χριστούγεννα είναι ένα γεγονός έκτακτης θεολογικής απεραντοσύνης και αμείλικτης πρόσκλησης του νου για το πώς «ο αχώρητος εχωρήθη εν γαστρί». Γιατί η θεολογία μας πάει από την αρχή στην καρδιά του γεγονότος , όπου «ο Λόγος σαρξ εγένετο» (ευαγγελιστής Ιωάννης), «εαυτόν εκένωσεν μορφήν δούλου λάβων» (απόστολος Παύλος). Ο Θεός, δηλαδή, με ένα αβυσσαλέο άλμα αγάπης γίνεται άνθρωπος, για να ξαναφέρει τον άνθρωπο στην αρχική θεία αγαπητική προοπτική του.
Παράλληλα, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας θα σηματοδοτήσει τα Χριστούγεννα ως «Χαμήλωμα του Υιού του Θεού», ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός θα τα πει «τρόπο οικονομικής συγκατάβασης του Θεού στα ανθρώπινα» και οι αεροπαγιτικές συγγραφές θα τα επισημάνουν ως έκφραση «συγκλονιστικής θείας φιλανθρωπίας». Η μυστική θεολογία κατόπιν, με τον Νικόλαο Καβάσιλα, θα τονίσει ότι τα Χριστούγεννα είναι από τα γεγονότα που ο άνθρωπος τα προσεγγίζει μόνο «εν σιγή». Όλα αυτά είναι τα κλειδιά της Θεολογίας. Το δυστύχημα, εδώ, είναι ότι από καιρό ο άνθρωπος δεν μπορεί να τα χειριστεί. Οι υπέροχες αυτές καταθέσεις μοιάζουν γρίφοι γι' αυτόν και η μεθοδευμένη παραπληροφόρηση στο θέμα αυτό φρόντισε να του τα βγάλει και από ξεπερασμένα έως μεσαιωνικά.
Τρεις δρόμοι για λόγο χριστουγεννιάτικο σχεδόν κλειστοί. Και το τραγικό που η εκκλησιαστική και θεολογική γλώσσα διαφεύγει συχνά στον δρόμο της σχολαστικής, της πληκτικής ηθικολογίας και εθιμολογίας. Καταλαβαίνει κανείς τί μπορεί να είναι τα τελευταία, αν τα προηγούμενα θεολογικά είναι στ' αυτιά του σημερινού ανθρώπου «χαλκός ήχων και κύμβαλον αλαλάζον».
Κι όμως. ο σημερινός άνθρωπος, ίσως ιδιαίτερα αυτός, και έχει ανάγκη να γευτεί το ουσιαστικό πνεύμα της εκπληκτικής αυτής θείας συγκατάβασης. Όσο κι αν φρόντισαν κάποιοι να του ψαλιδίσουν «της ψυχής του τα φτερά τα προτινά και τα μεγάλα». Θα έλεγα, μάλιστα, πως μόνος του δείχνει τον δρόμο από τον οποίο θέλει να προσεγγίσει το μέγιστο αυτό άθλημα της θείας φιλανθρωπίας. Τον ονομάζει απομυθοποίηση και τρομάζει τους θεολόγους. Πνιγμένοι, βλέπετε, σε έναν πατερικό βερμπαλισμό, διό και άγευστοι πετερικού βιώματος, ναρκωμένοι από λειτουργικές μυστικοπάθειες, σε μικροστεγανά αναπαλαιωτικής ορθοδοξίας, αδυνατούμε να επικοινωνήσουμε με τον κόσμο γύρο μας και υποψιαζόμαστε μόνο το αίτημά του. Απομυθοποιητικά θέλει να ακούσει ο σημερινός άνθρωπος για τα Χριστούγεννα, που σημαίνει απλά, «κενωτικά», πράγμα που πάει κατευθείαν στην καρδιά του κορυφαίου γεγονότος.
«Εαυτόν εκένωσεν μορφήν δούλου λάβων». Άδειασε τη θεία του ύπαρξη στην ασημαντότητα ενός νηπίου, αυτού που ύμνησαν οι άγγελοι, που προσκύνησαν οι ποιμένες και, ένα χρόνο αργότερα, οι μάγοι με τα δώρα. Το βλέπει καθαρά, όλα του το φωνάζουν, δεν είναι ένα τυχαίο παιδί, δεν είναι ένα οποιοδήποτε νήπιο. Του είναι τόσο καθαρά μέσα του όλα αυτά, που δεν νιώθει ότι του προσθέτουν τίποτε τα φτιασίδια της θεολογίας. Είναι και πιο πρακτικός, έκτακτα ρεαλιστής, συνειδητοποιεί ότι το μυστήριο αυτό είναι απύθμενο, κι όσο κι αν προσπαθεί κανείς, πέρα από την αρχή του δεν θα κατορθώσει να προχωρήσει.
Ζητεί, λοιπόν, κοινωνία νοήματος του ουσιαστικού πνεύματος αυτής της ιστορίας. Κι έρχεται εδώ ο άγιος Αχρίδος Θεοφύλακτος και του προτείνει απομυθοποιητικό, κενωτικό δρόμο. «Μένων ο ην, εγένετο ο ουκ ην». Έμεινε αυτό που ήταν- Θεός -και έγινε και αυτό που δεν ήταν- άνθρωπος. Εγκαινίασε έτσι άλλον τρόπο ύπαρξης. Έδειξε τη ζωή σαν δυναμική μετακίνησης στη θέση του άλλου. Μας είπε ότι η ζωή είναι ένας αδιάκοπος απεγκλωβισμός από τον ατομοκεντρισμό του εγώ και μια μετακίνηση στο αδελφικό εσύ, ότι η ζωή είναι μια αδιάκοπη πρόκληση αγαπητικής εξόδου.
Ένα τέτοιο χριστουγεννιάτικο σήμα και ποιος άνθρωπος δεν το καταλαβαίνει, και ποιος άνθρωπος, σήμερα, δεν το πιάνει. Μόνο που ο σημερινός άνθρωπος είναι πιο απαιτητικός. Δεν του φτάνει να βλέπει αυτό το σήμα σαρκούμενο μόνο από τον νηπιάσαντα Υιό του Θεού, τους απόστολους, τους μάρτυρες, τους πατέρες της Εκκλησίας, τους αγίους, τους ασκητές, τους νεομάρτυρες και τους άλλους της χρυσής αλυσίδας της ιστορίας της Εκκλησίας. Θέλει να το δει μορφοποιημένο και στη ζωή των σημερινών χριστιανών και προσέχει περισσότερο αυτούς που λέγουν τα μεγάλα λόγια για την Ορθοδοξία. Διερευνά να βρει αντικρίσματα μετακίνησης από το ατομοκεντρικό εγώ στο αδελφικό εσύ στην ζωή τους, αντικρίσματα αγαπητικής εξόδου στη δοκιμασία του άλλου, που το νήπιο της Βηθλεέμ, όταν μεγάλωσε, είπε ότι «αντιπροσωπεύει έναν από τους αδελφούς του τους ελάχιστους».
Πιάνει, λοιπόν, και ο σημερινός άνθρωπος το πνεύμα και το νόημα των Χριστουγέννων, αλλά και χρεώνει τους χριστιανούς, εμάς τους ορθοδόξους ιδιαίτερα, να του το δώσουμε μορφοποιημένο σε μια επίκαιρη δυναμική αγαπητικής εξόδου, όπως οι νεομάρτυρες, οι ασκητές, οι άγιοι, οι πατέρες της Εκκλησίας, οι μάρτυρες, οι αποστόλοι, ο Χριστός. Αυτός που «μένων ο ην, εγένετο ο ουκ ην». Ο Θεός που μετακινήθηκε στη θέση του ανθρώπου, για να δείξει στον άνθρωπο ότι η ζωή θα πει να κινείσαι αγαπητικά προς τον συνάνθρωπό σου, να μετακινείσαι στη θέση του.
Του Αθανάσιου Κατταδάκη
Από το περιοδικό «Θεός & Θρησκεία »
Μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο από NOCTOC